- ελοσιδηρίτης
- Ορυκτό του σιδήρου. Αποτελεί παραλλαγή του λειμωνίτη και σχηματίζεται στον πυθμένα ελών κάτω από στρώματα τύρφης.
* * *οορυκτό τού σιδήρου στον πυθμένα ελών κάτω από αποθέματα τύρφης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.